κούφως — (AM) επίρρ. βλ. κούφος (Ι) … Dictionary of Greek
κούφως — κού̱φως , κοῦφος light adverbial κού̱φως , κοῦφος light masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
επουριάζω — ἐπουριάζω (Α) 1. (για ούριο άνεμο) ωθώ προς τα εμπρός («ποιητικοῡ τινος ἀνέμου ἐπουριάσαντος τὰ ἀκάτια», Λουκιαν.) 2. (για πανιά) φουσκώνω («εἰ βλέποι τὴν μὲν αὔραν κούφως ἐπουριάζουσαν τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ουριάζω,… … Dictionary of Greek
μακροπτύστης — μακροπτύστης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που φτύνει σε μεγάλη απόσταση 2. σκωπτική ονομασία για άνθρωπο αλαζόνα, υπερφίαλο («καὶ τοῡτο ἐπὶ τῶν κούφως φερομένων καὶ ἀλαζόνων φησὶ τὸ μὴ εἰς τὸν κόλπον πτύειν, οὓς καὶ διὰ τοῡτο ἡ συνήθεια μακροπτύστας… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
ԹԵԹԵՒ — (ի, աց, կամ ոյ, ոց.) NBH 1 0804 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c, 14c ա. κοῦφος levis ἑλαφρός levis et celer, velox (ʼի կրկնութենէ արդեօք բառիս Թեւ). Նուազ ծանրութեամբ կամ կշռով. ուստի եւ դիւրաթռիչ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)